- μνησιχάρη
- μνησιχάρηgaietyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνησιχάρη — μνησιχάρη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ. «ἡδονή»>. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι (βλ. μιμνήσκω) + χάρη ( χαρος < χαίρω)] … Dictionary of Greek